πύησις

πύησις
πύ-ησις [ῡ], εως, ,
A suppuration,

ἢν ἐς π. τρέπηται Aret.CA1.7

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυήσει — πύησις suppuration fem nom/voc/acc dual (attic epic) πυήσεϊ , πύησις suppuration fem dat sg (epic) πύησις suppuration fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύησιν — πύησις suppuration fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύηση — η / πύησις, ήσεως, ΝΑ σχηματισμός πύου, διαπύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυῶ, μτγν. τ. τών συνθ. δια πύησις, ἐμ πύησις, κ.λπ.] …   Dictionary of Greek

  • επιπύησις — ἐπιπύησις, ἡ (Α) [πύησις] η εκ νέου εμπύηση, η διαπύηση* …   Dictionary of Greek

  • πυητικός — ή, όν, Α [πύησις] αυτός που προκαλεί διαπύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”